στερνοῦχος

στερνοῦχος
στερν-οῦχος, ον,
A broad-swelling, χθὼν ς., of the plain of Athens, S.OC691 (lyr.); cf.

στέρνον 11.1

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στερνούχος — ον, Α (για την γη) αυτός που έχει μεγάλες και εύφορες πεδιάδες («πεδίων ἐπινίσσεται... στερνούχου χθονός», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + οῦχος* (< ἔχω»)] …   Dictionary of Greek

  • στερνοῦχον — στερνοῦχος broad swelling masc/fem acc sg στερνοῦχος broad swelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • στερνούχου — στερνού̱χου , στερνοῦχος broad swelling masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”